μώλωψ

μώλωψ
μώλωψ
mark of a stripe
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μωλώπων — μώλωψ mark of a stripe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλωπα — μώλωψ mark of a stripe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλωπας — μώλωψ mark of a stripe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλωπες — μώλωψ mark of a stripe masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλωπι — μώλωψ mark of a stripe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλωπος — μώλωψ mark of a stripe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλωψι — μώλωψ mark of a stripe masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλωψιν — μώλωψ mark of a stripe masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλωπας — και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ) το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση μσν. 1. (κατ επέκτ.) πληγή, τραύμα 2. θρόμβος αίματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • веред — нарыв, гнойник , укр. веред, др. русск. вередъ рана, нарыв , ст. слав. врѣдъ βλάβη, μώλωψ (Супр.), болг. вреда вред , сербохорв. вpи̏jeд, словен. vrèd, род. п. vreda повреждение , чеш. vřed, слвц. vred, польск. wrzod гнойник , в. луж. brod, н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”